ασφαλισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of ασφαλίζομαι (asfalízomai), passive voice of ασφαλίζω (asfalízo). Also substantivised.
Pronunciation
- IPA(key): /a.sfa.liˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧σφα‧λι‧σμέ‧νος
Declension
Declension of ασφαλισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφαλισμένος • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένοι • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
genitive | ασφαλισμένου • | ασφαλισμένης • | ασφαλισμένου • | ασφαλισμένων • | ασφαλισμένων • | ασφαλισμένων • |
accusative | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένους • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
vocative | ασφαλισμένε • | ασφαλισμένη • | ασφαλισμένο • | ασφαλισμένοι • | ασφαλισμένες • | ασφαλισμένα • |
Related terms
compounds
- αντασφαλισμένος (antasfalisménos, “reinsured”)
- απασφαλισμένος (apasfalisménos, “with release safety catch”)
- διασφαλισμένος (diasfalisménos, “secured, made safe”)
- εξασφαλισμένος (exasfalisménos, “secured, ensured, obtained”)
and see: ασφαλής (asfalís, “secure, safe”, adjective)
Further reading
- ασφαλισμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- ασφαλισμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.