αστυνομία
Greek
Etymology
From the Ancient Greek ἀστυνομία (astunomía).
Pronunciation
- IPA(key): /astinoˈmia/
- Hyphenation: α‧στυ‧νο‧μί‧α
Noun
αστυνομία • (astynomía) f (plural αστυνομίες)
Declension
declension of αστυνομία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αστυνομία • | αστυνομίες • |
genitive | αστυνομίας • | αστυνομιών • |
accusative | αστυνομία • | αστυνομίες • |
vocative | αστυνομία • | αστυνομίες • |
Related terms
- άστυ n (ásty, “large city”)
- αστυνόμευση f (astynómefsi, “policing”)
- αστυνομεύω (astynomévo, “to police”)
- αστυνομικίνα f (astynomikína, “policewoman”)
- αστυνομικό τμήμα n (astynomikó tmíma, “police station”)
- αστυνομικοκρατούμαι (astynomikokratoúmai, “to be over policed”)
- αστυνομικοκρατούμενος (astynomikokratoúmenos, “police-ridden”, adjective)
- αστυνομικός (astynomikós, “police”, adjective)
- αστυνομικός m (astynomikós, “policeman”)
- αστυνομοκρατία f (astynomokratía, “police state”)
- αστυνόμος m (astynómos, “police captain”)
- αστυφύλακας m (astyfýlakas, “police officer”)
- τροχαίος m (trochaíos, “traffic police officer”)
- τροχονόμος m or f (trochonómos, “traffic police officer”)
Further reading
- αστυνομία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αστυνομία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.