αστρατολόγητος
Greek
Adjective
αστρατολόγητος • (astratológitos) m (feminine αστρατολόγητη, neuter αστρατολόγητο)
- unrecruited, not called up
Declension
Declension of αστρατολόγητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστρατολόγητος • | αστρατολόγητη • | αστρατολόγητο • | αστρατολόγητοι • | αστρατολόγητες • | αστρατολόγητα • |
genitive | αστρατολόγητου • | αστρατολόγητης • | αστρατολόγητου • | αστρατολόγητων • | αστρατολόγητων • | αστρατολόγητων • |
accusative | αστρατολόγητο • | αστρατολόγητη • | αστρατολόγητο • | αστρατολόγητους • | αστρατολόγητες • | αστρατολόγητα • |
vocative | αστρατολόγητε • | αστρατολόγητη • | αστρατολόγητο • | αστρατολόγητοι • | αστρατολόγητες • | αστρατολόγητα • |
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
Further reading
- αστρατολόγητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.