ασπόνδυλος
Greek
Adjective
ασπόνδυλος • (aspóndylos) m (feminine ασπόνδυλη, neuter ασπόνδυλο)
- (zoology) invertebrate, spineless
- Antonym: σπονδυλωτός (spondylotós)
- (nominalised, especially in the neuter plural) invertebrates
Declension
Declension of ασπόνδυλος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασπόνδυλος • | ασπόνδυλη • | ασπόνδυλο • | ασπόνδυλοι • | ασπόνδυλες • | ασπόνδυλα • |
genitive | ασπόνδυλου • | ασπόνδυλης • | ασπόνδυλου • | ασπόνδυλων • | ασπόνδυλων • | ασπόνδυλων • |
accusative | ασπόνδυλο • | ασπόνδυλη • | ασπόνδυλο • | ασπόνδυλους • | ασπόνδυλες • | ασπόνδυλα • |
vocative | ασπόνδυλε • | ασπόνδυλη • | ασπόνδυλο • | ασπόνδυλοι • | ασπόνδυλες • | ασπόνδυλα • |
Related terms
- see: σπόνδυλος m (spóndylos, “vertebra”)
Further reading
- ασπόνδυλος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.