ασθενικότητα
Greek
Declension
declension of ασθενικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ασθενικότητα • | ασθενικότητες • |
genitive | ασθενικότητας • | ασθενικοτήτών • |
accusative | ασθενικότητα • | ασθενικότητες • |
vocative | ασθενικότητα • | ασθενικότητες • |
Related terms
- see: ασθένεια f (asthéneia, “illness”)
Further reading
- ασθενικότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.