ασβεστοποιία
Greek
Noun
ασβεστοποιία • (asvestopoiía) f (usually uncountable, plural ασβεστοποιίες)
- lime production, lime burning
- calcination
- Synonym: ασβεστοποίηση (asvestopoíisi)
Declension
declension of ασβεστοποιία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ασβεστοποιία • | ασβεστοποιίες • |
genitive | ασβεστοποιίας • | — |
accusative | ασβεστοποιία • | ασβεστοποιίες • |
vocative | ασβεστοποιία • | ασβεστοποιίες • |
Related terms
- see: ασβέστιο n (asvéstio, “calcium”)
Further reading
- Ασβέστιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- ασβεστοποιία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.