απύρωτος
Greek
Adjective
απύρωτος • (apýrotos) m (feminine απύρωτη, neuter απύρωτ)
- fireproof
- Synonyms: αλεξίπυρος (alexípyros), πυρίμαχος (pyrímachos)
Declension
Declension of απύρωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απύρωτος • | απύρωτη • | απύρωτο • | απύρωτοι • | απύρωτες • | απύρωτα • |
genitive | απύρωτου • | απύρωτης • | απύρωτου • | απύρωτων • | απύρωτων • | απύρωτων • |
accusative | απύρωτο • | απύρωτη • | απύρωτο • | απύρωτους • | απύρωτες • | απύρωτα • |
vocative | απύρωτε • | απύρωτη • | απύρωτο • | απύρωτοι • | απύρωτες • | απύρωτα • |
Related terms
- see: πυρ n (pyr, “fire”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.