απόρθητος
Greek
Adjective
απόρθητος • (apórthitos) m (feminine απόρθητη, neuter απόρθητο)
- impregnable, untaken, secure, invincible
- Synonym: άπαρτος (ápartos)
- το απόρθητο κάστρο ― to apórthito kástro ― the impregnable castle
Declension
Declension of απόρθητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απόρθητος • | απόρθητη • | απόρθητο • | απόρθητοι • | απόρθητες • | απόρθητα • |
genitive | απόρθητου • | απόρθητης • | απόρθητου • | απόρθητων • | απόρθητων • | απόρθητων • |
accusative | απόρθητο • | απόρθητη • | απόρθητο • | απόρθητους • | απόρθητες • | απόρθητα • |
vocative | απόρθητε • | απόρθητη • | απόρθητο • | απόρθητοι • | απόρθητες • | απόρθητα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.