απόλυτο
Greek
Noun
απόλυτο
• (
apólyto
)
f
(
plural
απόλυτα
)
(
philosophy
,
rare
)
the
absolute
,
fundamental
Declension
declension of απόλυτο
case
\
number
singular
plural
nominative
απόλυτο
•
απόλυτα
•
genitive
απολύτου
•
,
απόλυτου
•
απολύτων
•
,
απόλυτων
•
accusative
απόλυτο
•
απόλυτα
•
vocative
απόλυτο
•
απόλυτα
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.