απρόδοτος
Greek
Declension
Declension of απρόδοτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απρόδοτος • | απρόδοτη • | απρόδοτο • | απρόδοτοι • | απρόδοτες • | απρόδοτα • |
genitive | απρόδοτου • | απρόδοτης • | απρόδοτου • | απρόδοτων • | απρόδοτων • | απρόδοτων • |
accusative | απρόδοτο • | απρόδοτη • | απρόδοτο • | απρόδοτους • | απρόδοτες • | απρόδοτα • |
vocative | απρόδοτε • | απρόδοτη • | απρόδοτο • | απρόδοτοι • | απρόδοτες • | απρόδοτα • |
Related terms
- see: προδίδω (prodído, “to betray”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.