αποσπερνός
Greek
Adjective
αποσπερνός • (apospernós) m (feminine αποσπερνή, neuter αποσπερνό)
Declension
Declension of αποσπερνός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσπερνός • | αποσπερνή • | αποσπερνό • | αποσπερνοί • | αποσπερνές • | αποσπερνά • |
genitive | αποσπερνού • | αποσπερνής • | αποσπερνού • | αποσπερνών • | αποσπερνών • | αποσπερνών • |
accusative | αποσπερνό • | αποσπερνή • | αποσπερνό • | αποσπερνούς • | αποσπερνές • | αποσπερνά • |
vocative | αποσπερνέ • | αποσπερνή • | αποσπερνό • | αποσπερνοί • | αποσπερνές • | αποσπερνά • |
Related terms
- see: εσπέρα f (espéra, “evening”)
Further reading
- αποσπερνός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.