αποσβεστέος
Greek
Adjective
αποσβεστέος • (aposvestéos) m (feminine αποσβεστέα, neuter αποσβεστέο)
- amortisable (UK), amortizable (US), redeemable
Declension
Declension of αποσβεστέος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσβεστέος • | αποσβεστέα • | αποσβεστέο • | αποσβεστέοι • | αποσβεστέες • | αποσβεστέα • |
genitive | αποσβεστέου • | αποσβεστέας • | αποσβεστέου • | αποσβεστέων • | αποσβεστέων • | αποσβεστέων • |
accusative | αποσβεστέο • | αποσβεστέα • | αποσβεστέο • | αποσβεστέους • | αποσβεστέες • | αποσβεστέα • |
vocative | αποσβεστέε • | αποσβεστέα • | αποσβεστέο • | αποσβεστέοι • | αποσβεστέες • | αποσβεστέα • |
Related terms
- see: αποσβήνω (aposvíno, “to erase, to amortize”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.