αποναρκοθέτηση
Greek
Declension
declension of αποναρκοθέτηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
genitive | αποναρκοθέτησης • | αποναρκοθετήσεων • | |
accusative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
vocative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποναρκοθετήσεως • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.