απονήρευτος
Greek
Adjective
απονήρευτος • (aponíreftos) m (feminine απονήρευτη, neuter απονήρευτο)
- naive, artless, inexperienced
- Synonyms: άδολος (ádolos), αθώος (athóos), απλοϊκός (aploïkós), απονήρευτος (aponíreftos), αφελής (afelís)
Declension
Declension of απονήρευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απονήρευτος • | απονήρευτη • | απονήρευτο • | απονήρευτοι • | απονήρευτες • | απονήρευτα • |
genitive | απονήρευτου • | απονήρευτης • | απονήρευτου • | απονήρευτων • | απονήρευτων • | απονήρευτων • |
accusative | απονήρευτο • | απονήρευτη • | απονήρευτο • | απονήρευτους • | απονήρευτες • | απονήρευτα • |
vocative | απονήρευτε • | απονήρευτη • | απονήρευτο • | απονήρευτοι • | απονήρευτες • | απονήρευτα • |
Further reading
- απονήρευτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.