απολίπανση
Greek
Declension
declension of απολίπανση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απολίπανση • | απολιπάνσεις • | |
genitive | απολίπανσης • | απολιπάνσεων • | |
accusative | απολίπανση • | απολιπάνσεις • | |
vocative | απολίπανση • | απολιπάνσεις • | |
Older or formal genitive singular: απολιπάνσεως • |
Related terms
- απολιπαίνω (apolipaíno, “to degrease”)
- and see: λιπαίνω (lipaíno, “to lubricate”)
Further reading
- απολίπανση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.