απλάνιστος
Greek
Alternative forms
- αμπλάνιστος (amplánistos)
- απλανιάριστος (aplaniáristos)
Adjective
απλάνιστος • (aplánistos) m (feminine απλάνιστη, neuter απλάνιστο)
Declension
Declension of απλάνιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλάνιστος • | απλάνιστη • | απλάνιστο • | απλάνιστοι • | απλάνιστες • | απλάνιστα • |
genitive | απλάνιστου • | απλάνιστης • | απλάνιστου • | απλάνιστων • | απλάνιστων • | απλάνιστων • |
accusative | απλάνιστο • | απλάνιστη • | απλάνιστο • | απλάνιστους • | απλάνιστες • | απλάνιστα • |
vocative | απλάνιστε • | απλάνιστη • | απλάνιστο • | απλάνιστοι • | απλάνιστες • | απλάνιστα • |
Related terms
- see: πλάνη f (pláni, “plane”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.