απερίγραπτος
Greek
Alternative forms
- απερίγραφτος (aperígraftos)
Adjective
απερίγραπτος • (aperígraptos) m (feminine απερίγραπτη, neuter απερίγραπτο)
- indescribable, inexpressible, untold
- Synonym: ανεκδιήγητος (anekdiígitos)
Declension
Declension of απερίγραπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απερίγραπτος • | απερίγραπτη • | απερίγραπτο • | απερίγραπτοι • | απερίγραπτες • | απερίγραπτα • |
genitive | απερίγραπτου • | απερίγραπτης • | απερίγραπτου • | απερίγραπτων • | απερίγραπτων • | απερίγραπτων • |
accusative | απερίγραπτο • | απερίγραπτη • | απερίγραπτο • | απερίγραπτους • | απερίγραπτες • | απερίγραπτα • |
vocative | απερίγραπτε • | απερίγραπτη • | απερίγραπτο • | απερίγραπτοι • | απερίγραπτες • | απερίγραπτα • |
Related terms
- see: περιγράφω (perigráfo, “I describe”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.