αξιόμεμπτος
Greek
Adjective
αξιόμεμπτος • (axiómemptos) m (feminine αξιόμεμπτη, neuter αξιόμεμπτο)
- reprehensible, blameworthy
- Synonyms: αξιοκατάκριτος (axiokatákritos), κατακριτέος (katakritéos), αξιοκατηγόρητος (axiokatigóritos)
Declension
Declension of αξιόμεμπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιόμεμπτος • | αξιόμεμπτη • | αξιόμεμπτο • | αξιόμεμπτοι • | αξιόμεμπτες • | αξιόμεμπτα • |
genitive | αξιόμεμπτου • | αξιόμεμπτης • | αξιόμεμπτου • | αξιόμεμπτων • | αξιόμεμπτων • | αξιόμεμπτων • |
accusative | αξιόμεμπτο • | αξιόμεμπτη • | αξιόμεμπτο • | αξιόμεμπτους • | αξιόμεμπτες • | αξιόμεμπτα • |
vocative | αξιόμεμπτε • | αξιόμεμπτη • | αξιόμεμπτο • | αξιόμεμπτοι • | αξιόμεμπτες • | αξιόμεμπτα • |
Related terms
- see: μέμφομαι (mémfomai, “to blame”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.