αντισυνταγματικότητα
Greek
Noun
αντισυνταγματικότητα • (antisyntagmatikótita) f (uncountable)
- (politics) unconstitutionality, anticonstitutionality
- Antonym: συνταγματικότητα (syntagmatikótita)
Declension
αντισυνταγματικότητα
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αντισυνταγματικότητα • |
genitive | αντισυνταγματικότητας • |
accusative | αντισυνταγματικότητα • |
vocative | αντισυνταγματικότητα • |
Related terms
- see: αντισυνταγματικός (antisyntagmatikós, “unconstitutional”, adjective) and σύνταγμα n (sýntagma, “constitution”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.