αντιστράτηγος
Greek
Noun
αντιστράτηγος • (antistrátigos) m or f (plural αντιστράτηγοι)
Declension
declension of αντιστράτηγος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιστράτηγος • | αντιστράτηγοι • |
genitive | αντιστρατήγου • | αντιστρατήγων • |
accusative | αντιστράτηγο • | αντιστρατήγους • |
vocative | αντιστράτηγε • | αντιστράτηγοι • |
Coordinate terms
- Appendix:Greek military ranks
Further reading
- αντιστράτηγος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.