αντισπασμωδικός
Greek
Adjective
αντισπασμωδικός • (antispasmodikós) m (feminine αντισπασμωδική, neuter αντισπασμωδικό)
Declension
Declension of αντισπασμωδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντισπασμωδικός • | αντισπασμωδική • | αντισπασμωδικό • | αντισπασμωδικοί • | αντισπασμωδικές • | αντισπασμωδικά • |
genitive | αντισπασμωδικού • | αντισπασμωδικής • | αντισπασμωδικού • | αντισπασμωδικών • | αντισπασμωδικών • | αντισπασμωδικών • |
accusative | αντισπασμωδικό • | αντισπασμωδική • | αντισπασμωδικό • | αντισπασμωδικούς • | αντισπασμωδικές • | αντισπασμωδικά • |
vocative | αντισπασμωδικέ • | αντισπασμωδική • | αντισπασμωδικό • | αντισπασμωδικοί • | αντισπασμωδικές • | αντισπασμωδικά • |
Related terms
- see: σπασμός m (spasmós, “spasm”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.