αντιπαραβολή
Greek
Declension
declension of αντιπαραβολή
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
genitive | αντιπαραβολής • | αντιπαραβολών • |
accusative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
vocative | αντιπαραβολή • | αντιπαραβολές • |
Related terms
- and see: παραβάλλω (paravállo, “to compare”)
- αντιπαραβάλλω (antiparavállo, “to compare”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.