αντιοικονομικός
Greek
Adjective
αντιοικονομικός • (antioikonomikós) m (feminine αντιοικονομική, neuter αντιοικονομικό)
- uneconomical, uneconomic
- Antonym: οικονομικός (oikonomikós)
Declension
Declension of αντιοικονομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιοικονομικός • | αντιοικονομική • | αντιοικονομικό • | αντιοικονομικοί • | αντιοικονομικές • | αντιοικονομικά • |
genitive | αντιοικονομικού • | αντιοικονομικής • | αντιοικονομικού • | αντιοικονομικών • | αντιοικονομικών • | αντιοικονομικών • |
accusative | αντιοικονομικό • | αντιοικονομική • | αντιοικονομικό • | αντιοικονομικούς • | αντιοικονομικές • | αντιοικονομικά • |
vocative | αντιοικονομικέ • | αντιοικονομική • | αντιοικονομικό • | αντιοικονομικοί • | αντιοικονομικές • | αντιοικονομικά • |
Related terms
- see: οικονομία f (oikonomía, “economics”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.