αντικρισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of αντικρίζομαι (antikrízomai), passive voice of αντικρίζω (antikrízo)
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.kɾiˈzme.nos/
- Hyphenation: α‧ντι‧κρι‧σμέ‧νος
Participle
αντικρισμένος • (antikrisménos) m (feminine αντικρισμένη, neuter αντικρισμένο)
- seen, viewed
- placed face-to-face, facing opposite (usually of parts of materials)
- see αντικριστός (antikristós)
Declension
Declension of αντικρισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικρισμένος • | αντικρισμένη • | αντικρισμένο • | αντικρισμένοι • | αντικρισμένες • | αντικρισμένα • |
genitive | αντικρισμένου • | αντικρισμένης • | αντικρισμένου • | αντικρισμένων • | αντικρισμένων • | αντικρισμένων • |
accusative | αντικρισμένο • | αντικρισμένη • | αντικρισμένο • | αντικρισμένους • | αντικρισμένες • | αντικρισμένα • |
vocative | αντικρισμένε • | αντικρισμένη • | αντικρισμένο • | αντικρισμένοι • | αντικρισμένες • | αντικρισμένα • |
See also
- Sometimes, spelling with upsilon αντικρυσμένος, influenced by the adverb αντίκρυ (antíkry)
Further reading
- αντικρυσμένος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.