αντικοινωνικότητα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.ci.no.niˈko.ti.ta/
- Hyphenation: α‧ντι‧κοι‧νω‧νι‧κό‧τη‧τα
Noun
αντικοινωνικότητα • (antikoinonikótita) f (plural αντικοινωνικότητες) usually in the singular
Declension
declension of αντικοινωνικότητα
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | αντικοινωνικότητα • | αντικοινωνικότητες • | |
genitive | αντικοινωνικότητας • | αντικοινωνικοτήτων • | |
accusative | αντικοινωνικότητα • | αντικοινωνικότητες • | |
vocative | αντικοινωνικότητα • | αντικοινωνικότητες • | |
Usually in the singular. |
Related terms
- αντικοινωνικός m (antikoinonikós, “unsociable, antisocial”, adjective)
Further reading
- αντικοινωνικότητα - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αντικοινωνικότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.