αντιδανεισμός
Greek
Noun
αντιδανεισμός • (antidaneismós) m (plural αντιδανεισμοί)
- (linguistics) the practice of reborrowing repatriated loanwords
Declension
declension of αντιδανεισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιδανεισμός • | αντιδανεισμοί • |
genitive | αντιδανεισμού • | αντιδανεισμών • |
accusative | αντιδανεισμό • | αντιδανεισμούς • |
vocative | αντιδανεισμέ • | αντιδανεισμοί • |
Related terms
- see: αντιδάνειο n (antidáneio, “reborrowing”) and δάνειο n (dáneio, “loanword, borrowing”)
Further reading
- Αντιδάνειο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.