αντιδάνειος
Greek
Adjective
αντιδάνειος • (antidáneios) m (feminine αντιδάνεια, neuter αντιδάνειο)
- (linguistics) of or relating to repatriated loanword
Declension
Declension of αντιδάνειος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιδάνειος • | αντιδάνεια • | αντιδάνειο • | αντιδάνειοι • | αντιδάνειες • | αντιδάνεια • |
genitive | αντιδάνειου • | αντιδάνειας • | αντιδάνειου • | αντιδάνειων • | αντιδάνειων • | αντιδάνειων • |
accusative | αντιδάνειο • | αντιδάνεια • | αντιδάνειο • | αντιδάνειους • | αντιδάνειες • | αντιδάνεια • |
vocative | αντιδάνειε • | αντιδάνεια • | αντιδάνειο • | αντιδάνειοι • | αντιδάνειες • | αντιδάνεια • |
Related terms
- see: αντιδάνειο n (antidáneio, “repatriated loanword”) and δάνειο n (dáneio, “loanword, borrowing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.