αντιανεμικό
Greek
Noun
αντιανεμικό • (antianemikó) n (plural αντιανεμικά)
- windcheater (UK), windbreaker (US)
- windshield
Declension
declension of αντιανεμικό
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιανεμικό • | αντιανεμικά • |
genitive | αντιανεμικού • | αντιανεμικών • |
accusative | αντιανεμικό • | αντιανεμικά • |
vocative | αντιανεμικό • | αντιανεμικά • |
Related terms
- see: άνεμος m (ánemos, “wind”)
Adjective
αντιανεμικό • (antianemikó)
- Accusative masculine singular form of αντιανεμικός (antianemikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αντιανεμικός (antianemikós).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.