αντεθνικός
Greek
Adjective
αντεθνικός • (antethnikós) m (feminine αντεθνική, neuter αντεθνικό)
Declension
Declension of αντεθνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντεθνικός • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικοί • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
genitive | αντεθνικού • | αντεθνικής • | αντεθνικού • | αντεθνικών • | αντεθνικών • | αντεθνικών • |
accusative | αντεθνικό • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικούς • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
vocative | αντεθνικέ • | αντεθνική • | αντεθνικό • | αντεθνικοί • | αντεθνικές • | αντεθνικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.