ανοσοποιητικό σύστημα
Greek
Noun
ανοσοποιητικό σύστημα • (anosopoiitikó sýstima) n (plural ανοσοποιητικα συστήματα)
Declension
- see: ανοσοποιητικός (anosopoiitikós) and σύστημα (sýstima)
Related terms
- see: ανοσία f (anosía, “immunity”)
Further reading
- ανοσοποιητικό σύστημα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.