ανοσοποίηση
Greek
Noun
ανοσοποίηση • (anosopoíisi) f (plural ανοσοποιήσεις)
- (medicine) immunisation (UK), immunization (US)
Declension
declension of ανοσοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ανοσοποίηση • | ανοσοποιήσεις • | |
genitive | ανοσοποίησης • | ανοσοποιήσεων • | |
accusative | ανοσοποίηση • | ανοσοποιήσεις • | |
vocative | ανοσοποίηση • | ανοσοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανοσοποιήσεως • |
Related terms
- see: ανοσία f (anosía, “immunity”)
Further reading
- Ανοσία (ιατρική) on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.