ανοξείδωτος
Greek
Adjective
ανοξείδωτος • (anoxeídotos) m (feminine ανοξείδωτη, neuter ανοξείδωτο)
Declension
Declension of ανοξείδωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανοξείδωτος • | ανοξείδωτη • | ανοξείδωτο • | ανοξείδωτοι • | ανοξείδωτες • | ανοξείδωτα • |
genitive | ανοξείδωτου • | ανοξείδωτης • | ανοξείδωτου • | ανοξείδωτων • | ανοξείδωτων • | ανοξείδωτων • |
accusative | ανοξείδωτο • | ανοξείδωτη • | ανοξείδωτο • | ανοξείδωτους • | ανοξείδωτες • | ανοξείδωτα • |
vocative | ανοξείδωτε • | ανοξείδωτη • | ανοξείδωτο • | ανοξείδωτοι • | ανοξείδωτες • | ανοξείδωτα • |
Coordinate terms
- γαλβανισμένος (galvanisménos, “galvanised”)
Related terms
- οξυγόνο n (oxygóno, “oxygen”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.