ανθρακοποίηση
Greek
Noun
ανθρακοποίηση • (anthrakopoíisi) f (plural ανθρακοποιήσεις)
- carbonisation (UK), carbonization (US)
- charring
Declension
declension of ανθρακοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ανθρακοποίηση • | ανθρακοποιήσεις • | |
genitive | ανθρακοποίησης • | ανθρακοποιήσεων • | |
accusative | ανθρακοποίηση • | ανθρακοποιήσεις • | |
vocative | ανθρακοποίηση • | ανθρακοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ανθρακοποιήσεως • |
Related terms
- see: άνθρακας m (ánthrakas, “carbon; coal”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.