ανεξάντλητος
Greek
Adjective
ανεξάντλητος • (anexántlitos) m (feminine ανεξάντλητη, neuter ανεξάντλητο)
- inexhaustible, without limit
- Synonym: αστείρευτος (asteíreftos)
Declension
Declension of ανεξάντλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεξάντλητος • | ανεξάντλητη • | ανεξάντλητο • | ανεξάντλητοι • | ανεξάντλητες • | ανεξάντλητα • |
genitive | ανεξάντλητου • | ανεξάντλητης • | ανεξάντλητου • | ανεξάντλητων • | ανεξάντλητων • | ανεξάντλητων • |
accusative | ανεξάντλητο • | ανεξάντλητη • | ανεξάντλητο • | ανεξάντλητους • | ανεξάντλητες • | ανεξάντλητα • |
vocative | ανεξάντλητε • | ανεξάντλητη • | ανεξάντλητο • | ανεξάντλητοι • | ανεξάντλητες • | ανεξάντλητα • |
Further reading
- ανεξάντλητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.