ανεκτίμητος
Greek
Alternative forms
- ανεχτίμητος (anechtímitos) (colloquial pronunciation)
Etymology
From αν- (an-) privative + εκτιμώ (ektimó) + -τος (-tos). Calque of French inestimable, inappréciable.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /a.neˈkti.mi.tos/
- Hyphenation: α‧νε‧κτί‧μη‧τος
Adjective
ανεκτίμητος • (anektímitos) m (feminine ανεκτίμητη, neuter ανεκτίμητο)
Declension
Declension of ανεκτίμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανεκτίμητος • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητοι • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |
genitive | ανεκτίμητου • | ανεκτίμητης • | ανεκτίμητου • | ανεκτίμητων • | ανεκτίμητων • | ανεκτίμητων • |
accusative | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητους • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |
vocative | ανεκτίμητε • | ανεκτίμητη • | ανεκτίμητο • | ανεκτίμητοι • | ανεκτίμητες • | ανεκτίμητα • |
Related terms
- see: τιμή f (timí, “price”)
Further reading
- ανεκτίμητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
References
- ανεκτίμητος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.