ανείσπρακτος
Greek
Alternative forms
- ανείσπραχτος (aneísprachtos)
Adjective
ανείσπρακτος • (aneíspraktos) m (feminine ανείσπρακτη, neuter ανείσπρακτο)
- uncollected, unpaid
- Synonym: απλήρωτος (aplírotos)
- ανείσπρακτοι φόροι ― aneíspraktoi fóroi ― unpaid taxes
Declension
Declension of ανείσπρακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανείσπρακτος • | ανείσπρακτη • | ανείσπρακτο • | ανείσπρακτοι • | ανείσπρακτες • | ανείσπρακτα • |
genitive | ανείσπρακτου • | ανείσπρακτης • | ανείσπρακτου • | ανείσπρακτων • | ανείσπρακτων • | ανείσπρακτων • |
accusative | ανείσπρακτο • | ανείσπρακτη • | ανείσπρακτο • | ανείσπρακτους • | ανείσπρακτες • | ανείσπρακτα • |
vocative | ανείσπρακτε • | ανείσπρακτη • | ανείσπρακτο • | ανείσπρακτοι • | ανείσπρακτες • | ανείσπρακτα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.