αναύξητος
Greek
Adjective
αναύξητος • (anáfxitos) m (feminine αναύξητη, neuter αναύξητο)
- unincreasable, unincreased
- (grammar) unaugmented (of verbs)
Declension
Declension of αναύξητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναύξητος • | αναύξητη • | αναύξητο • | αναύξητοι • | αναύξητες • | αναύξητα • |
genitive | αναύξητου • | αναύξητης • | αναύξητου • | αναύξητων • | αναύξητων • | αναύξητων • |
accusative | αναύξητο • | αναύξητη • | αναύξητο • | αναύξητους • | αναύξητες • | αναύξητα • |
vocative | αναύξητε • | αναύξητη • | αναύξητο • | αναύξητοι • | αναύξητες • | αναύξητα • |
Related terms
- see: αυξάνω (afxáno, “to augment, to increase”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.