ανατομικός
Greek
Declension
Declension of ανατομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανατομικός • | ανατομική • | ανατομικό • | ανατομικοί • | ανατομικές • | ανατομικά • |
genitive | ανατομικού • | ανατομικής • | ανατομικού • | ανατομικών • | ανατομικών • | ανατομικών • |
accusative | ανατομικό • | ανατομική • | ανατομικό • | ανατομικούς • | ανατομικές • | ανατομικά • |
vocative | ανατομικέ • | ανατομική • | ανατομικό • | ανατομικοί • | ανατομικές • | ανατομικά • |
Related terms
- see: ανατομία f (anatomía, “anatomy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.