ανατίναγμα
Greek
Declension
declension of ανατίναγμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανατίναγμα • | ανατινάγματα • |
genitive | ανατινάγματος • | ανατιναγμάτων • |
accusative | ανατίναγμα • | ανατινάγματα • |
vocative | ανατίναγμα • | ανατινάγματα • |
Related terms
- see: ανατινάζω (anatinázo, “to explode”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.