αναπτυξιακός
Greek
Adjective
αναπτυξιακός • (anaptyxiakós) m (feminine αναπτυξιακή, neuter αναπτυξιακό)
- developmental, development (to do with development)
Declension
Declension of αναπτυξιακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπτυξιακός • | αναπτυξιακή • | αναπτυξιακό • | αναπτυξιακοί • | αναπτυξιακές • | αναπτυξιακά • |
genitive | αναπτυξιακού • | αναπτυξιακής • | αναπτυξιακού • | αναπτυξιακών • | αναπτυξιακών • | αναπτυξιακών • |
accusative | αναπτυξιακό • | αναπτυξιακή • | αναπτυξιακό • | αναπτυξιακούς • | αναπτυξιακές • | αναπτυξιακά • |
vocative | αναπτυξιακέ • | αναπτυξιακή • | αναπτυξιακό • | αναπτυξιακοί • | αναπτυξιακές • | αναπτυξιακά • |
Related terms
- see: αναπτύσσω (anaptýsso, “to develop”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.