αναξιοκρατικός
Greek
Adjective
αναξιοκρατικός • (anaxiokratikós) m (feminine αναξιοκρατική, neuter αναξιοκρατικό)
Declension
Declension of αναξιοκρατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναξιοκρατικός • | αναξιοκρατική • | αναξιοκρατικό • | αναξιοκρατικοί • | αναξιοκρατικές • | αναξιοκρατικά • |
genitive | αναξιοκρατικού • | αναξιοκρατικής • | αναξιοκρατικού • | αναξιοκρατικών • | αναξιοκρατικών • | αναξιοκρατικών • |
accusative | αναξιοκρατικό • | αναξιοκρατική • | αναξιοκρατικό • | αναξιοκρατικούς • | αναξιοκρατικές • | αναξιοκρατικά • |
vocative | αναξιοκρατικέ • | αναξιοκρατική • | αναξιοκρατικό • | αναξιοκρατικοί • | αναξιοκρατικές • | αναξιοκρατικά • |
Related terms
- αναξιοκρατία f (anaxiokratía, “nepotism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.