αναμάσημα
Greek
Noun
αναμάσημα • (anamásima) n (plural αναμασήματα)
Declension
declension of αναμάσημα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αναμάσημα • | αναμασήματα • |
genitive | αναμασήματος • | αναμασημάτων • |
accusative | αναμάσημα • | αναμασήματα • |
vocative | αναμάσημα • | αναμασήματα • |
Synonyms
- μηρυκασμός m (mirykasmós, “rumination”)
Related terms
- αναμασώ (anamasó, “to ruminate, to chew the cud”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.