αναλγητικός
Greek
Adjective
αναλγητικός • (analgitikós) m (feminine αναλγητική, neuter αναλγητικό)
- analgesic, painkilling
- Synonyms: παυσίπονος (pafsíponos), αντιαλγικός (antialgikós)
Declension
Declension of αναλγητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναλγητικός • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικοί • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |
genitive | αναλγητικού • | αναλγητικής • | αναλγητικού • | αναλγητικών • | αναλγητικών • | αναλγητικών • |
accusative | αναλγητικό • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικούς • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |
vocative | αναλγητικέ • | αναλγητική • | αναλγητικό • | αναλγητικοί • | αναλγητικές • | αναλγητικά • |
Related terms
- see: άλγος n (álgos, “pain”)
Further reading
- Αναλγητικά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.