ανακτοσύμβουλος
Greek
Noun
ανακτοσύμβουλος • (anaktosýmvoulos) m (plural ανακτοσύμβουλοι)
- (politics) privy councillor (UK), privy councilor (US)
Declension
declension of ανακτοσύμβουλος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανακτοσύμβουλος • | ανακτοσύμβουλοι • |
genitive | ανακτοσυμβούλου • | ανακτοσυμβούλων • |
accusative | ανακτοσύμβουλο • | ανακτοσυμβούλους • |
vocative | ανακτοσύμβουλε • | ανακτοσύμβουλοι • |
Related terms
- ανακτοβούλιο n (anaktovoúlio, “privy council”)
- and see: ανάκτορο n (anáktoro, “palace”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.