ανακλητός
Greek
Adjective
ανακλητός • (anaklitós) m (feminine ανακλητή, neuter ανακλητό)
Declension
Declension of ανακλητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανακλητός • | ανακλητή • | ανακλητό • | ανακλητοί • | ανακλητές • | ανακλητά • |
genitive | ανακλητού • | ανακλητής • | ανακλητού • | ανακλητών • | ανακλητών • | ανακλητών • |
accusative | ανακλητό • | ανακλητή • | ανακλητό • | ανακλητούς • | ανακλητές • | ανακλητά • |
vocative | ανακλητέ • | ανακλητή • | ανακλητό • | ανακλητοί • | ανακλητές • | ανακλητά • |
Related terms
- see: ανακλητικός (anaklitikós, “revocatory”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.