ανακλάδισμα
Greek
Noun
ανακλάδισμα • (anakládisma) n (plural ανακλαδίσματα)
- stretch (body, limbs, etc)
- crossed legs
- burgeoning (of plant)
Declension
declension of ανακλάδισμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ανακλάδισμα • | ανακλαδίσματα • |
genitive | ανακλαδίσματος • | ανακλαδισμάτων • |
accusative | ανακλάδισμα • | ανακλαδίσματα • |
vocative | ανακλάδισμα • | ανακλαδίσματα • |
Related terms
- ανακλαδίζομαι (anakladízomai, “to stretch, to squat”)
- ανακλαδιστός (anakladistós, “cross-legged”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.