αναθηματικός
Greek
Adjective
αναθηματικός • (anathimatikós) m (feminine αναθηματική, neuter αναθηματικό)
Declension
Declension of αναθηματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναθηματικός • | αναθηματική • | αναθηματικό • | αναθηματικοί • | αναθηματικές • | αναθηματικά • |
genitive | αναθηματικού • | αναθηματικής • | αναθηματικού • | αναθηματικών • | αναθηματικών • | αναθηματικών • |
accusative | αναθηματικό • | αναθηματική • | αναθηματικό • | αναθηματικούς • | αναθηματικές • | αναθηματικά • |
vocative | αναθηματικέ • | αναθηματική • | αναθηματικό • | αναθηματικοί • | αναθηματικές • | αναθηματικά • |
Related terms
- ανάθημα n (anáthima, “donation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.