αναδρομικός
Greek
Adjective
αναδρομικός • (anadromikós) m (feminine αναδρομική, neuter αναδρομικό)
Declension
Declension of αναδρομικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναδρομικός • | αναδρομική • | αναδρομικό • | αναδρομικοί • | αναδρομικές • | αναδρομικά • |
genitive | αναδρομικού • | αναδρομικής • | αναδρομικού • | αναδρομικών • | αναδρομικών • | αναδρομικών • |
accusative | αναδρομικό • | αναδρομική • | αναδρομικό • | αναδρομικούς • | αναδρομικές • | αναδρομικά • |
vocative | αναδρομικέ • | αναδρομική • | αναδρομικό • | αναδρομικοί • | αναδρομικές • | αναδρομικά • |
Related terms
- αναδρομικά (anadromiká, “retrospectively”)
- see: ανάδρομος (anádromos, “anticlockwise, going backwards”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.