αναβλητικός
Greek
Adjective
αναβλητικός • (anavlitikós) m (feminine αναβλητική, neuter αναβλητικό)
Declension
Declension of αναβλητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναβλητικός • | αναβλητική • | αναβλητικό • | αναβλητικοί • | αναβλητικές • | αναβλητικά • |
genitive | αναβλητικού • | αναβλητικής • | αναβλητικού • | αναβλητικών • | αναβλητικών • | αναβλητικών • |
accusative | αναβλητικό • | αναβλητική • | αναβλητικό • | αναβλητικούς • | αναβλητικές • | αναβλητικά • |
vocative | αναβλητικέ • | αναβλητική • | αναβλητικό • | αναβλητικοί • | αναβλητικές • | αναβλητικά • |
Related terms
- αναβλητικότητα f (anavlitikótita, “procrastination”)
- and see: αναβάλλω (anavállo, “to delay, to procrastinate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.