αμολόητος
Greek
Alternative forms
- αμολόγητος (amológitos)
Adjective
αμολόητος • (amolóitos) m (feminine αμολόητη, neuter αμολόητο) (dialectal)
- (regional) dialectal form of αμολόγητος (amológitos), form of ανομολόγητος (anomológitos): indescribable, unspeakable
Declension
Declension of αμολόητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αμολόητος • | αμολόητη • | αμολόητο • | αμολόητοι • | αμολόητες • | αμολόητα • |
genitive | αμολόητου • | αμολόητης • | αμολόητου • | αμολόητων • | αμολόητων • | αμολόητων • |
accusative | αμολόητο • | αμολόητη • | αμολόητο • | αμολόητους • | αμολόητες • | αμολόητα • |
vocative | αμολόητε • | αμολόητη • | αμολόητο • | αμολόητοι • | αμολόητες • | αμολόητα • |
Synonyms
- see: ανομολόγητος (anomológitos) and ανείπωτος (aneípotos)
Further reading
- αμολόγητος, αμολόγητο - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.